- παραμεσημβρινός
- η , ό[ν] расположенный вокруг, вблизи экватора, экваториальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμεσημβρινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα ή κοντά στον μεσημβρινό 2. φρ. «παραμεσημβρινά ύψη» αστρον. τα ύψη τών αστέρων που βρίσκονται προς τις δύο πλευρές τού ουράνιου μεσημβρινού ενός τόπου και τα οποία χρησιμοποιούν οι ναυτικοί για τον προσδιορισμό… … Dictionary of Greek